γενικές ή καθολικές έννοιες

γενικές ή καθολικές έννοιες
Όρος της φιλοσοφίας. Η συζήτηση γύρω από αυτές (τα καθόλου του Αριστοτέλη, λατινικά universalia) απασχόλησε ολόκληρη τη μεσαιωνική φιλοσοφία από τον 9o αι. και άρχισε με τη μελέτη της Εισαγωγής του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και κυρίως του σημείου όπου ο Πορφύριος έθετε το ζήτημα αν τακαθόλου, δηλαδή τα γένη και τα είδη που χαρακτηρίζουν πολλά άτομα, είναι υπαρκτές πραγματικότητες (και κατά την περίπτωση, ενσώματες ή πνευματικές, χωριστές ή όχι από τα αισθητά πράγματα) ή μόνο έννοιες. Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι έδιναν διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα. Η απάντηση που επικράτησε αρχικά ήταν των πραγματοκρατικών (ρεαλιστών) που, ανασυνδέοντας την πλατωνική παράδοση, βεβαίωναν την αντικειμενική ύπαρξη των καθόλου ως αιώνιων υποδειγμάτων των πραγμάτων. Αντίθετα οι ονοματοκρατικοί (νομιναλιστές) υποστήριζαν πως οι γ.έ. (τα καθόλου) είναι απλά ονόματα κάτω από τα οποία το ανθρώπινο μυαλό συγκεντρώνει πλήθος ατομικών πραγμάτων. Τελικά, με τη γνώση των έργων του Αριστοτέλη, επικράτησε από τον 13o αι. ένας μετριοπαθής ρεαλισμός: το καθόλου είναι μια έννοια που συνάγεται με την αφαίρεση από τα μερικά, αλλά εκφράζει την πραγματική ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους ή μεταξύ των ειδών του ίδιου γένους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νομιναλισμός ή ονοματοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γενικές ή καθολικές ή αφηρημένες έννοιες (universalia). Το γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί (δέντρο, θηλαστικό, άνθρωπος), δεν συνεπάγεται ότι πρέπει αναγκαστικά και η… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατικός — ή, ό / ὑπερβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό (φιλοσ.) ό,τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”